αμνιωτικός

αμνιωτικός
-ή, -ό (Εμβρυολ.)
ο αμνιακός*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άμνιο — Εμβρυϊκή μεμβράνη των ερπετών, των πτηνών και των θηλαστικών. Το έμβρυο στα σπονδυλωτά αυτά αναπτύσσεται μέσα σε έναν σάκο που είναι γεμάτος με υγρό. Τα τοιχώματά του έχουν δύο στρώσεις από επιθήλιο με μεσόδερμα και κοιλωματικό χώρο μεταξύ τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”